τυρίου

τυρίου
τυρίον
small cheese
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τυρίου — Τύριος Tyrian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • κνήστις — κνῆστις, εως και ιος, ἡ (Α) [κνω] 1. τρίφτης για ξύσιμο τυριού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) ράχη 4. φρ. «τυροῡ κνῆστις» τα ξέσματα τού τυριού …   Dictionary of Greek

  • κόθρος — και κόθουρος, ο 1. η στεφάνη κυκλικών πραγμάτων 2. το γύρω μέρος τού ψημένου καρβελιού ψωμιού 3. η φωτεινή στεφάνη που παρουσιάζεται μερικές φορές γύρω από τη Σελήνη 4. στρογγυλή φόρμα τυριού 5. μεγάλο στρογγυλό κεφάλι τυριού …   Dictionary of Greek

  • τυρεία — ἡ, ΜΑ [τυρεύω] μσν. μτφ. πανουργία αρχ. 1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.) 2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί 3. είδος πιεστηρίου τυριού 4. προσφορά τυριού …   Dictionary of Greek

  • χαλούμι — Είδος τυριού που κατασκευάζεται στην Κύπρο. Γίνεται από γάλα και για τη ζύμωση χρησιμοποιείται πυτιά χοίρου. Όταν πήξει, κόβεται σε τετράγωνα κομμάτια τα οποία διπλώνονται στα δυο έτσι ώστε να γίνουν τρίγωνα. Φυλάσσεται μέσα σε μικρά πήλινα… …   Dictionary of Greek

  • BABYLON vulgo BAGDET — BABYLON, vulgo BAGDET urbs Babyloniae regni maxima ad Euphratem fluv. etiamnum regionis caput, et sedes Praefecti. De qua praeter Auctores sparsim hîc citatos, vide Gen. c. 11. loseph. Iud. Antiq. l. 1. c. 4. Epiphan. in Panar. l. 1. n. 7.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BABYLON — Beli filius, urbis cognominis conditor, secundum Herennium Philonem. Steph. de Babylone, Κτίσμα Βαβυλῶνος, ἀνδρὸς σοφοῦ, παιδὸς Βήλου σοφωτάτου, οὐχ ὡς Η῾ρόδοτους ὑπὸ Σεμιράμιδος. Ταύτης γὰρ ἠ̈ν ἀρχαιοτέρα ἔτεσι χιλίοις δύο, ὡς Ε᾿ρέννιος, Opus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άκνηστις — ἄκνηστις (ιος), η (Α) η σπονδυλική στήλη τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οφείλεται σε κακό χωρισμό τής λέξεως από τη συνεκφορά της στη φρ. κατά κνῆστιν > κατ’ ἄκνηστιν δηλ. ο ορθός τ. τής λ. είναι κνῆστις* «μαχαίρι για το τρίψιμο τού τυριού, ξύστρα».… …   Dictionary of Greek

  • ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”